ὑπομήκης

ὑπομήκης
ὑπομήκης, ες, gen. εος,
A = ὑπόμακρος, Hero Aut.30.3, Sor.1.12, D.L.7.1;

φύλλα Dsc.4.119

: [comp] Comp., Arist.Fr.339, Dsc.3.106.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπομήκης — ὑπόμηκες, ΜΑ αυτός που έχει σχήμα κάπως επίμηκες, μακρουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἐπι μήκης] …   Dictionary of Greek

  • μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”